ἐπίφλεβος
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
ον
A, (φλέψ) with prominent veins, Hp.Epid.6.4.19, Arist. HA493a3, etc.
German (Pape)
[Seite 1000] mit hervorstehenden, auf der Oberfläche sichtbaren Adern, Hippocr.; Arist. H. A. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφλεβος: -ον, (φλὲψ) ἔχων τὰς φλέβας ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἔχων αὐτὰς ἐξεχούσας ὑπεράνω τῆς ἐπιφ., Ἱππ. 1180C, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12.
Greek Monolingual
ἐπίφλεβος, -ον (Α)
αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια του δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»].