ερειπώνω
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek Monolingual
και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)
κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω
μσν.
πέφτω σε καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας του ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και σύγχυση τών ει και ι, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ-) του θέματος (ερειπ-) με πιθ. επίδραση ενός παθ. αορ. ερίπην (πρβλ. μτχ. εριπέντι)].