ερμακιά

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

ἑρμακιά, ἡ (Α) έρμαξ
αιμασία. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιάαἱμασιά
τὸ ἐκ χαλίκων ᾠκοδομημένον ἄνευ πηλοῡ τειχίον, ὅ νῡν ἑρμακιὰς καλοῡσι», γλώσσα του Δουκάγγιου).