χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
ἑρμακιά, ἡ (Α) έρμαξ
αιμασία. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιά («αἱμασιά
τὸ ἐκ χαλίκων ᾠκοδομημένον ἄνευ πηλοῡ τειχίον, ὅ νῡν ἑρμακιὰς καλοῡσι», γλώσσα του Δουκάγγιου).