Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
εὐέλπιστος, -ον (Μ)ο γεμάτος ελπίδα. επίρρ...εὐελπίστωςμε καλές ελπίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπιστός (< ελπίζω)].