εὐσυναλλαξία
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
ἡ,
A fair dealing, Stoic.3.64,67.
Greek Monolingual
εὐσυναλλαξία, ἡ (Α) ευσυνάλλακτος
η ευθύτητα, η εντιμότητα στις συναλλαγές.