ζιζανιοκτόνος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια
2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο)
χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο-κτόνος, πατρο-κτόνος.