ζουλώ

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

-άω και ζουλίζω
συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζουλίζω < μσν. ζουλίζω < διυλίζω (πρβλ. πιθ. ετυμολ. του σγουρός/ ζγουρός < δίυγρος). Ο τ. ζουλώ είναι μεταπλασμένος ενεστ. του ζουλίζω].