ἡμιμέδιμνος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, ein halber μέδιμνος, Poll. 6, 160; ἡμιμέδιμνον Dem. 55, 24; τριῶν ἡμιμεδίμνων Plut. Cat. mai. 6; τρία ἡμιμέδιμνα Dicaearch. Ath. IV, 141 c, u. so VLL. – Die abgekürzte Form ἡμέδιμνον hat Phot. lex. u. Didym. bei Prisc. II p. 396.
Greek Monolingual
και ημιμέδιμνον ἡμιμέδιμνος και ἡμέδιμνος, ὁ και ἡμιμέδιμνον και ἡμέδιμνον, τὸ (Α)
μέτρο χωρητικότητας που ισοδυναμεί με μισό μέδιμνο, δηλαδή 22 περίπου κιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέδιμνος.