ἡμιμέδιμνον
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
τό, half-μέδιμνος, Pherecr.1, D.55.24, Dicaearch.Hist.23:—also ἡμιμέδιμνος, ὁ, SIG 945.3 (Assos, iv B.C.), Poll.4.168; cf. ἡμέδιμνον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-médimne.
Étymologie: ἡμι-, μέδιμνος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐμέδιμνον: τό полмедимна (= 26.26 л) Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιμέδιμνον: τό, ἥμισυς μέδιμνος, Φερεκρ. Ἀγ. 1, Δημ. 1278. 22, Δικαίαρχ. παρ’ Ἀθην. 141C· ὡσαύτως, ἡμιμέδιμνος, ὁ, Πολυδ. Δ΄, 168˙ - πρβλ. ἡμέδιμνον.
Greek Monotonic
ἡμιμέδιμνον: τό, μισός μέδιμνος, σε Δημ.
Middle Liddell
ἡμι-μέδιμνον, ου, τό,
a half-μέδιμνος, Dem.