ἡμέδιμνον
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
τό, = ἡμιμέδιμνον, in plural, IG22.1675.265, SIG1027.11 (Cos); also ἡμέδιμνος, ὁ, IG14.423i34 (Tauromenium), Did. in Gramm.Lat.3.412 K.; ἡμίδιμμνον, τό, SIG998.8 (Epid., v B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμέδιμνον: τό, = ἡμιμέδιμνον, Dittenb. SIG. 508, 4, καὶ ἡμέδιμνος, αὐτ. 505, 34, καὶ ἡμίδιμμνον 938. 8, 26.
German (Pape)
abgekürzte Form von ἡμιμέδιμνος.