ἡμιμέδιμνος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ὁ, = τό ἡμιμέδιμνον.
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, ein halber μέδιμνος, Poll. 6, 160; ἡμιμέδιμνον Dem. 55, 24; τριῶν ἡμιμεδίμνων Plut. Cat. mai. 6; τρία ἡμιμέδιμνα Dicaearch. Ath. IV, 141 c, u. so VLL. – Die abgekürzte Form ἡμέδιμνον hat Phot. lex. u. Didym. bei Prisc. II p. 396.
Greek Monolingual
και ημιμέδιμνον ἡμιμέδιμνος και ἡμέδιμνος, ὁ και ἡμιμέδιμνον και ἡμέδιμνον, τὸ (Α)
μέτρο χωρητικότητας που ισοδυναμεί με μισό μέδιμνο, δηλαδή 22 περίπου κιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέδιμνος.