θερμόαιμος
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ζωηρός
2. ευέξαπτος, ευερέθιστος
3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος τους, αντί του ορθού ομοιόθερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -αιμος < αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].