θηλυμανία

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source

German (Pape)

[Seite 1207] ἡ, rasende Liebe zu den Weibern, K. S.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θηλυμανία) θηλυμανής
η μανιώδης τάση για σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες.