θυννοσκόπος
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
German (Pape)
[Seite 1226] dem Thunfische auflauernd, bei dessen Jagd man von Thürmen od. dazu erbauten Gerüsten die Züge der Thunfische beobachtete, Arist. H. A. 4, 10. So Poseidon, Hermes u. Herakles auf einem Vasengemälde, vgl. Zimmermanns Zeitschrift 1835 No. 35. 1839 No. 42.
Greek (Liddell-Scott)
θυννοσκόπος: -ον, παραμονεύων τοὺς θύννους. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 10. 8, Πλούτ. 2. 980 Α, πρβλ. Θεόκρ. 3. 26. Τοῦτο ἦτο τακτικὴ ἐνασχόλησις, ἰδίως ἐν ταῖς Σικελικαῖς ἀκταῖς· ἄνθρωπος καθήμενος ἐπὶ ὑψηλῆς σκοπιᾶς παρετήρει τὰς ἀγέλας τῶν θύννων ἐρχομένας καὶ ἐποίει σημεῖον εἰς τοὺς ἁλιεῖς ὅπως ῥίψωσι τὰ δίκτυα καὶ περικλείσωσι τὴν ἀγέλην. Τοῦτ’ αὐτὸ ποιοῦσι καὶ νῦν ἐν Προποντίδι κατὰ τὴν ἁλιείαν τῶν πηλαμύδων καί ἄλλων ἀγελαστικῶν ἰχθύων.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
qui guette les thons.
Étymologie: θύννος, σκοπέω.
Greek Monolingual
θυννοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].