κακοσύνη
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.
Greek Monolingual
η (Μ κακοσύνη)
μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία
νεοελλ.
1. κακία, έχθρα
2. οργή, θυμός
μσν.
1. κακό, κακή πράξη
2. σωματική κάκωση, κακοποίηση
3. κακοτυχία
4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλο-σύνη)].