κατάποση
From LSJ
η (Α κατάποσις) καταπίνω
το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα
νεοελλ.
φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα του στόματος διά μέσου του οισοφάγου στο στομάχι
αρχ.
το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο φάρυγγας και ο οισοφάγος.