κεγχραμίς

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρᾰμίς Medium diacritics: κεγχραμίς Low diacritics: κεγχραμίς Capitals: ΚΕΓΧΡΑΜΙΣ
Transliteration A: kenchramís Transliteration B: kenchramis Transliteration C: kegchramis Beta Code: kegxrami/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (κέγχρος)

   A seed of fig, Hp.Nat.Mul.109, Arist. HA549a29, Thphr.HP1.11.6, 2.8.2.    2 olive-kernel, Suid.    3 pl., trachomata of the eye, Orib.Eup.4.27 tit.

German (Pape)

[Seite 1410] ίδος, ἡ, die kleinen Körner in den Feigen u. Oliven; Hippocr.; Arist. H. A. 5, 17; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρᾰμίς: -ίδος, ἡ, (κέγχρος) ὁ ἐν τῷ σύκῳ μικρὸς σπόρος, Ἱππ. 586. 49, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 4, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 6. 2) ὁ πυρὴν τῆς ἐλαίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κεγχραμίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ο μικρός σπόρος του σύκου
2. το κουκούτσι της ελιάς
3. κάθε λεπτός κόκκος
4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες
τα τραχώματα τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς.