κεράμβηλον
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
τό,
A scarecrow in a garden, Hsch.; also, a kind of beetle fixed on fig-trees to drive away gnats, Id.; cf.sq.
German (Pape)
[Seite 1419] τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμβηλον: τό, φόβητρον τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως εἶδος κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς ὅπως ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. κεράμβυξ.
Greek Monolingual
κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ)
1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο
2. είδος σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας
ἔνιοι τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -αμβ-ηλο-ν. Βλ. καιράμβυξ].