κεφαλιωμένος
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek Monolingual
-η, -ο
ισχυρογνώμων, πεισματάρης, κακοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κεφαλιώνω (< κεφαλή.