κίλλουρος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλουρος Medium diacritics: κίλλουρος Low diacritics: κίλλουρος Capitals: ΚΙΛΛΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kíllouros Transliteration B: killouros Transliteration C: killouros Beta Code: ki/llouros

English (LSJ)

ὁ,

   A wagtail, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίλλουρος, ὁ (Α)
ο κίγκλος, η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ-ουρος
το β' συνθετικό -ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ-ουρος). Ως προς το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava), οπότε και ανάγεται σε ρίζα κι- με σημ. «κινώ, κινούμαι». Η λ. είναι πιθ., τέλος, να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. κίγκλος].