κιούρτος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

ο
καλάθι στο οποίο μπαίνει το δόλωμα για το ψάρεμα, κύρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος «καλάθι», με προφορά του -υ ως -ου (πρβλ. σύξυλη: σούξουλη, φρύγανα: φρούγανα)].