κορυθάϊξ

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠθάϊξ Medium diacritics: κορυθάϊξ Low diacritics: κορυθάϊξ Capitals: ΚΟΡΥΘΑΪΞ
Transliteration A: korytháïx Transliteration B: korythaix Transliteration C: korythaiks Beta Code: koruqa/i+c

English (LSJ)

[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω)

   A helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.

Greek (Liddell-Scott)

κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.

French (Bailly abrégé)

άϊκος;
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, ἀΐσσω.

Greek Monolingual

κορυθάϊξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που σείει την περικεφαλαία
2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + -άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυ-άϊξ, τριχ-άϊξ].