κρεατάλευρο
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
το
προϊόν που λαμβάνεται από κονιοποίηση ξηραμένου και χωρίς πολύ λίπος κρέατος και χρησιμοποιείται για παρασκευή εδεσμάτων, ως πτηνοτροφή κ.α.