κυδωνόμελι

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠδωνόμελι Medium diacritics: κυδωνόμελι Low diacritics: κυδωνόμελι Capitals: ΚΥΔΩΝΟΜΕΛΙ
Transliteration A: kydōnómeli Transliteration B: kydōnomeli Transliteration C: kydonomeli Beta Code: kudwno/meli

English (LSJ)

τό,

   A drink made from quinces and honey, Dsc.5.21, Orib.5.25.16.

German (Pape)

[Seite 1525] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυδωνόμελι: τό, «μηλόμελι δέ, ὃ καὶ κυδωνόμελι ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς μέλι ὅ,τι πλεῖστον, ὥστε ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.

Greek Monolingual

το (Α κυδωνόμελι)
μέλι μέσα στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + μέλι (πρβλ. αγριό-μελι, ροδό-μελι)].