μολυβδικός
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ή, όν,
A leaden, Gloss.
German (Pape)
[Seite 200] bleiern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδικός: -ή, -όν, μολύβδινος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) μόλυβδος
μολύβδινος.