λακάζω
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
A = λάσκω, shout, howl, A.Th.186, Supp.872 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 8] (λακέω), rufen, schreien, neben αὔειν, Aesch. Spt. 168, ἰΰζειν, Suppl. 851.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰκάζω: λάσκω, φωνάζω, ὠρύομαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 186, Ἱκέτ. 872.
French (Bailly abrégé)
crier.
Étymologie: DELG λάσκω.
Greek Monolingual
λακάζω (Α)
(ποιητ.) καλώ μεγαλοφώνως, ωρύομαι, φωνάζω («ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάσκω (πρβλ. αόρ. ἔ-λακ-ον) + -άζω].