λυπητερός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία»)
2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι»)
3. εύσπλαχνος, συμπονετικός.
επίρρ...
λυπητερά·1. με τρόπο που προξενεί λύπη, θλιμμένα
2. με συμπόνια, με οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπητός + κατάλ. -ερός].