λυπητερός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία»)
2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι»)
3. εύσπλαχνος, συμπονετικός.
επίρρ...
λυπητερά·1. με τρόπο που προξενεί λύπη, θλιμμένα
2. με συμπόνια, με οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπητός + κατάλ. -ερός].