μαλάκωμα
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
το μαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση
2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα του θυμού»)
3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση.