μαστίγωμα
From LSJ
το
1. η ενέργεια του μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο
2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός
3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].