μεγαλουσιάνος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. μεγαλουσιάνα (Μ μεγαλοσιάνος)
άτομο που κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινωνία ή στην πολιτεία
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύεται για την ανώτερη θέση του στην κοινωνία ή στην πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ουσιάνος κατά το πρωτευ-ουσιάνος].