μήδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, a plant,
A Campanula lingulata, Dsc.4.18:—written μήδειον, Zopyr. ap. Orib.14.16.2, etc.; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 171] τό, ein Kraut, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μήδιον: τό, φυτόν τι, ἴσως campanula, Διοσκ. 4. 18.
Greek Monolingual
μήδιον και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)
είδος φυτού, ίσως η μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το μήδιος, ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η υπόθεση ότι και οι δύο τύποι μήδιον και μήδιος συνδέονται με το Μῆδος].