Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(Α μετοικῶ, -έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) μέτοικος
αλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζω
νεοελλ.
αποδημώ
αρχ.
είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος.