μορέσκα
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
η
παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων του κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι αραβικής καταγωγής και έγινε χορός του συρμού από τον 15ο ώς τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη, από την Πορτογαλία ώς την Ιταλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moresca, θηλ. του επιθ. moresco «μαυριτανικός»].