ενόπλιος
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
Greek Monolingual
ἐνόπλιος, -ον (AM) ένοπλος
1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.)
2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ.
β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.)
αρχ.
1. μετρικός χρόνος που προσαρμόζεται στα πολεμικά μέλη, πολεμικός ρυθμός («ἐμβατήρια μέλη... ἅπερ καὶ ἐνόπλια καλεῖται», Αθήν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνόπλιον
ένοπλος αγώνας (για άρματα)
3. (το ουδ. ως επίρ.) ἐνόπλιον
πολεμικά, με πολεμικό ήχο («ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ δούρατος, ἡ δ' ἐλέλιξεν ἐνόπλιον» — χτύπησε την ασπίδα με την αιχμή του δόρατος, κι αυτή έβγαλε πολεμικό κρότο, Καλλ.).