Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
1. (για πτηνό) παύω να είμαι νεοσσός, αρχίζω να μεγαλώνω
2. (μτφ. για νέο άνθρωπο) απαιτώ ελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + πουλί].