οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
και ξεκοκαλιάζω
1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας
2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα
3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του»).