ξινίλα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα και η αίσθηση του ξινού, οξύτητα, ξινή γεύση, ξινάδα
2. γεύση του στόματος ή κατάσταση του στομάχου που παρέχει την αίσθηση του ξινού, ξινίλα
3. ρέψιμο που προσδίδει ξινή γεύση στο στόμα, οξυρεγμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. πικρός: πικρίλα)].