ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
οι (μυκητ.) άλλη ονομασία για τα μυκητόζωα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxomycete (< μύξα + μύκητας). Η λ., στον λόγιο τ. μυξομύκης, μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].