μυρικᾶς

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρικᾶς Medium diacritics: μυρικᾶς Low diacritics: μυρικάς Capitals: ΜΥΡΙΚΑΣ
Transliteration A: myrikâs Transliteration B: myrikas Transliteration C: myrikas Beta Code: murika=s

English (LSJ)

   A v. μύρκος.

Greek (Liddell-Scott)

μυρικᾶς: «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυρικᾱς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ' επίδραση του μυρίκη «είδος θάμνου»].