μυθιστόρημα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

το
1. λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο με μεγάλη συνήθως έκταση στο οποίο γίνεται παρουσίαση ιστορικών ή φανταστικών γεγονότων και περιγράφονται χαρακτήρες, ήθη και συναισθηματικές καταστάσεις ποιητικώς διασκευασμένα, που κύριο σκοπό έχουν να τέρψουν και να διδάξουν τον αναγνώστη
2. μτφ. πλαστή ιστορία, μύθευμα, παραμύθι («έφτειαξε ολόκληρο μυθιστόρημα για να καλύψει τα σφάλματά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + ἱστόρημα (< ἱστορῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Π. Σούτσο].