μύωμα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

το
ιατρ. συν. στον πληθ. τα μυώματα
καλοήθεις μικροί όγκοι που σχηματίζονται από τον ιστό του δέρματος σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας και οι οποίοι μερικές φορές εξαλλάσσονται σε κακοήθεις μορφές (λειομυοσαρκώματα και ραβδομυοσαρκώματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. myoma < μυς «μυς σώματος». Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Δ. Πετρίδη].