περίληψη
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η / περίληψις, -ήψεως, ΝΜΑ περιλαμβάνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιλαμβάνω
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση του περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» — σύντομα, με λίγα λόγια)
3. σύνοψη, επιτομή («κατά περίληψιν λέγωσιν», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(νομ.) συνοπτική έκθεση του περιεχομένου ενός δικογράφου
μσν.-αρχ.
(σε συγκεκρ. σημ.) αυτό που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι άλλο
αρχ.
1. το να λαμβάνει κανείς κάτι με το χέρι
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός, αγκάλιασμα
3. κατάληψη, κατανόηση
4. αντίληψη.