παραδέρνω
From LSJ
Greek Monolingual
ΝΜ, παραδέρω Α
νεοελλ.
1. δέρνω πάρα πολύ
2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ' στις θάλασσες παράδερνε μονάχη», Βιζυην.)
3. κινούμαι πέρα δώθε
4. μτφ. παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ, κατατυραννιέμαι
5. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) παραδαρμένος, -η, -ο
πολύπαθης, ταλαίπωρος
6. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ο υ σ.) η παραδαρμένη
(σκωπτικά) η κοιλιά
7. φρ. «παραδέρνει το μυαλό του» — δεν έχει σταθερές γνώμες ή ιδέες, αμφιταλαντεύεται
μσν.
ταλαιπωρώ
αρχ.
γδέρνω.