πολυσχήμων

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσχήμων Medium diacritics: πολυσχήμων Low diacritics: πολυσχήμων Capitals: ΠΟΛΥΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: polyschḗmōn Transliteration B: polyschēmōn Transliteration C: polyschimon Beta Code: polusxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen.

   A onos, of many shapes, varied in form, Placit.1.14.4, Poll.6.171, Artem.1.2: Sup. -σχημονέστατος Str.2.5.18. Adv. -μόνως Poll.4.98.

German (Pape)

[Seite 674] ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσχήμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, ποικίλος τὸ σχῆμα, τὴν μορφήν, Στράβ. 121, Πολυδ. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Δ΄, 98.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui se présente sous plusieurs aspects.
Étymologie: πολύς, σχῆμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος.
επίρρ...
πολυσχημόνως Α
με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].