πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Full diacritics: ξῠλώροφον | Medium diacritics: ξυλώροφον | Low diacritics: ξυλώροφον | Capitals: ΞΥΛΩΡΟΦΟΝ |
Transliteration A: xylṓrophon | Transliteration B: xylōrophon | Transliteration C: ksylorofon | Beta Code: culw/rofon |
τό,
A wooden roof, ib.12(3).1102 (Melos).
ξυλόροφον, τὸ (Α)
ξύλινη οροφή, ξύλινη στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ὄροφος. Το -ω- του τ. (αντί ξυλόροφον) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].