ξυλοκαστέλλιον

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

German (Pape)

[Seite 281] τό, von castellum abgeleitet, hölzernes Häuschen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξυλοκαστέλλιον: τό, = ξύλινον καστέλλιον, Ἀπολλόδ. Ἀρχιτ. 46.

Greek Monolingual

και ξυλοκαστέλι, το (ΑΜ ξυλοκαστέλλιον)
ξύλινο καστέλι, ξύλινο φρούριο
νεοελλ.-μσν.
ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν κατά τον μεσαίωνα και κυρίως στο Βυζάντιο πάνω στα τείχη φρουρίου ή στα κατάρτια τών δρομώνων, δηλαδή βυζαντινών πολεμικών ιστιοφόρων πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καστέλ(λ)ιο(ν) «μικρό φρούριο»].