οπλοθήκη

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.