πανάπαλος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ᾰπ], ον,
A all-tender or delicate, ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ... παναπάλῳ Od.13.223 [πᾱν-, metri gr.]; γυναῖκες Ph.2.432.
German (Pape)
[Seite 456] ganz, schr zart, weichlich; νέος, Od. 12, 223 [wo die erste Sylbe des Verses wegen lang gebraucht ist]; γυναῖκες, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάπᾰλος: -ον, ὅλως ἁπαλὸς ἢ τρυφερός, λεπτός, ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ ... παναπάλῳ Ὀδ. Ν. 223 [[[ἔνθα]] πᾶν-, χάριν τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait tendre ou délicat.
Étymologie: πᾶν, ἁπαλός.
English (Autenrieth)
all-tender, delicate, Od. 13.223.
Greek Monolingual
πανάπαλος, -ον (Α)
απαλότατος, τρυφερότατος («πανάπαλοι γυναῑκες», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁπαλός.