παπουτσής
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
Greek Monolingual
και παπουτσάς, ο παπούτσι
1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός
2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης.