παρακάνω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source

Greek Monolingual

και παρακάμνω
1. κάνω κάτι με υπερβολή, ξεπερνώ τα ανεκτά όρια ως προς κάτι που κάνω ή ως προς τη συμπεριφορά μου
2. φρ. α) «παρακάνει ζέστηκρύο]» — ο καιρός είναι πάρα πολύ ζεστός ή πάρα πολύ ψυχρός
β) «το παρακάνω» — υπερβαίνω τα εσκαμμένα, βγαίνω από τα όρια, κάνω κατάχρηση
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρακαμωμένος, -η, -ο
(για φρούτα και λαχανικά) παραγινωμένος, υπερώριμος.